- θυσανοειδής
- θῠσᾰνο-ειδής, ές,A fringed: τὸ τῶν στρωμάτων θ. Eun.Hist.p.239 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυσανοειδής — ές (Α θυσανοειδής, ές) όμοιος με θύσανο, όμοιος με φούντα, κροσσωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
θυσανοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει το σχήμα θυσάνου: Θυσανοειδής ουρά του λιονταριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσανοειδές — θυσανοειδής fringed masc/fem voc sg θυσανοειδής fringed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
θυσανώδης — ες (Α θυσανώδης, ες) [θύσανος] θυσανοειδής* … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
θυσανόμορφος — η, ο θυσανοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)